- φυτοσπόρος
- -ον, ΜΑμτφ. (για πατέρα) αυτός που γεννάμσν.εκκλ. αυτός που διαδίδει τη χριστιανική πίστηαρχ.1. αυτός που πολλαπλασιάζει φυτά με τη χρησιμοποίηση σπόρου2. το αρσ. ως ουσ. ὁ φυτοσπόροςο πατέρας3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ φυτοσπόροια) προπάτορεςβ) μτφ. (σχετικά με θέση ή αξίωμα) προκάτοχοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + -σπόρος (< σπόρος), πρβλ. θεό-σπορος].
Dictionary of Greek. 2013.